παιδοκομώ

παιδοκομώ
παιδοκόμησα
1. φροντίζω για την τροφή και γενικά για την περιποίηση των παιδιών: Είμαι υπεύθυνη για 10 παιδιά, που τα παιδοκομώ μόνη μου.
2. κάνω παιδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιδοκομώ — έω και άω (Α παιδοκομῶ, έω) [παιδοκόμος] φροντίζω για τη σωστή ανάπτυξη και ανατροφή τών παιδιών νεοελλ. (ιδίως στη Μάνη) (για γυναίκα) γεννώ και ανατρέφω παιδιά …   Dictionary of Greek

  • παιδοκόμῳ — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμωι — παιδοκόμῳ , παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”