- παιδοκομώ
- παιδοκόμησα1. φροντίζω για την τροφή και γενικά για την περιποίηση των παιδιών: Είμαι υπεύθυνη για 10 παιδιά, που τα παιδοκομώ μόνη μου.2. κάνω παιδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.